γκίζα

γκίζα
(al-Jizah). Πόλη (2.540.000 κάτ. το 2002) της βόρειας Αιγύπτου, πρωτεύουσα του ομώνυμου κυβερνείου (85.150 τ. χλμ., 5.450.000 κάτ. το 2002). Η πόλη είναι γνωστή κυρίως για τις πυραμίδες του Χέοπα, του Χεφρίν και του Μικερίνου, που βρίσκονται σε γειτονική της περιοχή, όπως εξάλλου και η Μεγάλη Σφίγγα. Στην ίδια περιοχή βρίσκεται μεγάλο νεκροταφείο της εποχής της τέταρτης φαραωνικής δυναστείας, στο οποίο υπάρχουν πολλοί τάφοι ευγενών που ανήκαν στις γενεές που έζησαν εκεί έως το τέλος της παλαιάς αυτοκρατορίας. Σήμερα, είναι η τρίτη μεγαλύτερη σε μέγεθος πόλη της Αιγύπτου και σημαντικό εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο. Η πυραμίδα του φαραώ Χεφρίν στην περιοχή της Γκίζας, το υψηλότερο τμήμα της οποίας διατηρεί ακόμα την αρχική του επικάλυψη.
* * *
η
1. αποβουτυρωμένο τυρί
2. το φυτό Τερφεζία η γεννάδειος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Κάιρο — I Η παλαιότερη ελληνική εφημερίδα του Καΐρου. Ιδρύθηκε το 1873 από τον M.K. Νομικό και αργότερα πέρασε στην ιδιοκτησία των Γ. Μαυράκη, Μ.I. Νομικού και τέλος του Α. Βαμβακούκη. Το τελευταίο της φύλλο τυπώθηκε στις 5 Ιανουαρίου 1895. Η εφημερίδα,… …   Dictionary of Greek

  • Μέμφις — I Αρχαία πόλη της Αιγύπτου, πρωτεύουσα κατά την περίοδο του Αρχαίου Βασιλείου. Βρίσκεται κοντά στο Κάιρο, στη δυτική όχθη του Νείλου. Σύμφωνα με την παράδοση, ιδρύθηκε από τον Μήνη στο σημείο συνάντησης της κοιλάδας και του Δέλτα, γι’ αυτό και… …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Phrasen/Tau — Tau Inhaltsverzeichnis 1 τὰ ἑπτὰ θεάματα τῆς οἰκουμένης …   Deutsch Wikipedia

  • Σφίγγα — Η Σφιγξ των αρχαίων Ελλήνων. Μυθολογικό τέρας της Βοιωτίας με πρόσωπο ή και στήθος γυναίκας, σώμα λιονταριού, φτερά όρνιθας και ουρά φιδιού. Η Σ. ήταν κόρη της Έχιδνας και του Τυφώνα ή του Όρθρου. Κατά τον Ησίοδο, η Σ. ονομαζόταν Φιξ και ήταν… …   Dictionary of Greek

  • αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… …   Dictionary of Greek

  • αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… …   Dictionary of Greek

  • νεκροπόλεις - νεκροταφεία — Με τον όρο «νεκρόπολις» χαρακτηρίζεται κάθε περιοχή, όπου θάβονταν, όπως και σήμερα, στην αρχαία εποχή οι νεκροί μιας πόλης, ή ενός απλού οικισμού. Οι περιοχές αυτές ήταν πάντοτε έξω από τον περίβολο του οικισμού ή τα τείχη της πόλης και η έκτασή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”